ἁλιευτικῶν

ἁλιευτικῶν
ἁλιευτικός
of
fem gen pl
ἁλιευτικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • Υδροβιολογικό Ινστιτούτο — Ίδρυμα του υπουργείου Παιδείας που λειτουργεί με την εποπτεία της Ακαδημίας της Αθήνας. Ιδρύθηκε το 1945, μελετά τις υδροβιολογικές συνθήκες των ελληνικών υδάτινων περιοχών και προσπαθεί να ανακαλύψει νέες αλιευτικές περιοχές. Μελετά επίσης… …   Dictionary of Greek

  • αγράριον — το (Μ) [ἄγρα] 1. αλιευτικό ιστιοκίνητο πλοιάριο, ψαροκάικο 2. στον πληθ. τὰ ἀγράρια στολίσκος αλιευτικών πλοιαρίων 3. μικρό κωπήλατο πλοίο που χρησιμοποιούσαν στις κοντινές μετακινήσεις τους ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ή η αυτοκράτειρα …   Dictionary of Greek

  • κυρτοκάπηλος — κυρτοκάπηλος, ὁ (Α) ο πωλητής κυρτίδων, αλιευτικών διχτιών και σύνεργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + κάπηλος «μικρέμπορος, μικροπωλητής» (πρβλ. ελαιο κάπηλος, οινο κάπηλος)] …   Dictionary of Greek

  • μπαστουνόσχοινο — το (αλιευτ.) κοινή ονομασία τών σχοινιών ή συρματόσχοινων που ενώνουν τα άκρα τών αλιευτικών διχτιών με το κύριο σώμα αυτών τών σχοινιών …   Dictionary of Greek

  • νήμα — το (ΑΜ νῆμα, Μ και νέμα και νέμαν) είδος λεπτού κλώσματος από διάφορες ίνες, ιδίως υφαντικές, η κλωστή, το γνέμα (α. «τὸ μὲν ἀτράκτῳ τε στραφὲν καὶ στερεὸν νῆμα γενόμενον», Πλάτ. β. «τα συνθετικά νήματα δεν απορροφούν πολλή υγρασία») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ορμιά — και ορμία, η (Α ὁρμιά και ὁρμεία) [όρμος (Ι)] λεπτό νήμα κατάλληλο για την πρόσδεση τών αγκίστρων τών διαφόρων αλιευτικών οργάνων, το αρμίδι ή ορμίδι νεοελλ. αλιευτικό όργανο κατασκευασμένο από λεπτό νήμα …   Dictionary of Greek

  • περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • πλοίαρχος — Επαγγελματικός χαρακτηρισμός του κυβερνήτη εμπορικού πλοίου. (Στο Πολεμικό Ναυτικό ενδεικτικό βαθμού). Στην κοινή ναυτική γλώσσα ονομάζεται καπετάνιος και σύμφωνα με τον κώδικα της ναυσιπλοΐας κυβερνήτης. Ο επαγγελματικός τίτλος που δίνει… …   Dictionary of Greek

  • σαγανάριος — ὁ, Α (πιθ. τ. αντί σαργανάριος) πλέκτης αλιευτικών καλάθων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει πιθ. να διορθωθεί σε σαργανάριος (< σαργάνι «καλάθι» + κατάλ. άριος < λατ. κατάλ. arius)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”